δᾳδούχου

δᾳδούχου
δᾳδού̱χου , δᾳδοῦχος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δαδουχώ — (AM δᾳδουχῶ, έω) [δαδούχος] 1. κρατώ δάδα ή πυρσό σε πομπή 2. φωτίζω, καθοδηγώ με τα πνευματικά μου χαρίσματα, τις διδασκαλίες μου μσν. 1. φωτίζω («δᾳδουχεῑν ἀπήρξατο τὴν νύκτα σελήνης ή γλαυκόφωτος... σφαῑρα»). 2. διατηρώ αναμμένο αρχ. 1. έχω το …   Dictionary of Greek

  • καλλίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… …   Dictionary of Greek

  • καλλιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”